- στάσιος
- στάσιςplacingfem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοστάσιος — ἰσοστάσιος, ον (ΑΜ) 1. ισοβαρής, ισόζυγος 2. ισοδύναμος αρχ. 1. ισόρροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισοστάσια με ισορροπία. επίρρ... ἰσοστασίως (Μ) με ισοστάσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στάσιος (< στασις < ἵστημί), πρβλ. αντι… … Dictionary of Greek
τετραστάσιος — ία, ον, Α (πιθ. γρ < ρ.) αυτός που έχει τετραπλάσιο βάρος ή τετραπλάσια αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στασιος (< στᾶσις «ζύγισμα»), πρβλ. τρι στάσιος] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαστάσιος — και τρισκαιδεκαστάσιος, ον, Α αυτός που αξίζει δεκατρείς φορές το βάρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα στάσιος] … Dictionary of Greek
τριστάσιος — ον, Α αυτός που έχει τριπλάσια τιμή, τριπλάσια αξία σε σύγκριση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα στάσιος] … Dictionary of Greek
διστάσιος — διστάσιος, ον (Α) αυτός που έχει διπλάσιο βάρος ή αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + στασιος < ίστημι] … Dictionary of Greek